· 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΗΤΖΑΣ Ή ΜΗΤΣΑΣ: ΕΝΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΗΡΩΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΄21

Μήτσας ή Μήτζας Γιάννης.
(Καστρί Ερμιονίδας 1794 ή 1795 – Ταμπούρια, Πειραιάς 18 Μαρτίου 1827).
Σκοτώθηκε σαν σήμερα στα Ταμπούρια Κερατσινίου.
Προεπαναστατικός ένοπλος, Φιλικός, Στρατιωτικός του Αγώνα, ο Γιάννης Μήτσας ή Μήτζας (προσωνύμιο Καστρίτης – Γκογκαγιάννης), γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο Καστρί (σημερινή Ερμιόνη). Γιος του Αδριανού Μήτζα και της Θεοδώρας, το γένος Σαρρή από το Κρανίδι.
Όταν πέθανε ο πατέρας του, σπογγαλιέας στο επάγγελμα, την κηδεμονία του όπως και του αδελφού του, Σταμάτη, ανέλαβε «ο εκ μητρός πάππος τους».
Κατά τις υπάρχουσες μαρτυρίες διέθετε εντυπωσιακή εμφάνιση. Ήταν επιβλητικός και με εξαιρετική σωματική δύναμη.
Σε νεαρή ηλικία επέλεξε το επάγγελμα του κλέφτη και του πειρατή επιχειρώντας καταδρομικές – πειρατικές επιχειρήσεις με ιδιόκτητα πλοιάρια, μαζί τον αδελφό του και τον κουνιάδο του, ερμιονίτη ναυτικό Γιάννη Αποστόλου.
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία, από τον απόστολο της οργάνωσης, Αναγνώστη Παπαγεωργίου – Αναγνωσταρά.
Συμμετείχε εξαρχής στον Αγώνα, επικεφαλής σώματος ενόπλων από το Καστρί το Κρανίδι και τα Δίδυμα.
Συγκεκριμένα, στις 27 Μαρτίου 1821 ο Σπετσιώτης (με καταγωγή από το Κρανίδι) πλοιοκτήτης και Φιλικός Γκίκας Μπότασης έφτασε στο Κρανίδι από τις Σπέτσες και κήρυξε την επανάσταση.
Επτά ημέρες αργότερα, στις 2 Απριλίου ο Μήτσας και ο αδελφός του κήρυξαν την επανάσταση στο Καστρί (Ερμιόνη).
Στις 4 Απριλίου η επανάσταση επεκτάθηκε σε όλη την επαρχία Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγές).
Τον πρώτο χρόνο του αγώνα πολέμησε στο Βαλτέτσι (12 και 13 Μαΐου), στη μάχη των Βερβένων (18 και 19 Μαΐου) και συμμετείχε στην πολύμηνη πολιορκία της Τρίπολης, στις μάχες που προηγήθηκαν (Γράνα, 10 Αυγούστου) και στην ιστορική Άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου).
Τον επόμενο χρόνο (1822) ο Γιάννης Μήτσας ακολούθησε τον Νικήτα Σταματελόπουλο – Νικηταρά σε εκστρατεία στην Ανατολική Στερεά και διακρίθηκε, ως επικεφαλής σώματος, μαζί με τις δυνάμεις του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γιώργου Δυοβουνιώτη και Δημητρίου Υψηλάντη, στη μάχη της Αγίας Μαρίνας (1η Απριλίου), κοντά στη Στυλίδα, όπου τραυματίστηκε στο χέρι και το πόδι.
Επέστρεψε, στην Πελοπόννησο και στις 26 Ιουλίου πολέμησε στην μεγάλη μάχη στα Δερβενάκια, ενώ στη συνέχεια συμμετείχε στις επιχειρήσεις της πολιορκίας του Ναυπλίου και στην κατάληψη του Παλαμηδίου (30 Νοεμβρίου).
Τον Μάιο του 1823 ακολούθησε τον Υδραίο ναύαρχο Μανώλη Τομπάζη που είχε διοριστεί από την Διοίκηση, Αρμοστής Κρήτης, στο νησί.
Πολέμησε σε σειρά συγκρούσεων εκεί και διακρίθηκε στις επιχειρήσεις της επαρχίας Σελίνου Χανίων.
Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Μανώλη Τομπάζη.
Πολιτικά ανήκε στην φατρία των Πελοποννησίων στρατιωτικών του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με τον οποίο συμπαρατάχθηκε στη διάρκεια των εμφύλιων συρράξεων.
Η πολεμική του δράση συνεχίστηκε και μετά την αποβίβαση των αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στη σημαντική μάχη των Μύλων, (13 Ιουνίου 1825), που έκοψε την προέλαση του Ιμπραήμ Πασά προς το Ναύπλιο, ενώ τον επόμενο μήνα (18 και 20 Ιουλίου) αντιμετώπισε τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο χωριό Μεχμέταγα, (σημερινή Γαρέα) από την Τριπολιτσά.
Η πολεμική δράση του εναντίον των αιγυπτιακών στρατευμάτων συνεχίστηκε αμείωτη και το επόμενο έτος.
Συγκεκριμένα πολέμησε, επικεφαλής ενόπλων της επαρχίας του, στη μάχη του Αγίου Πέτρου και στις 14 Αυγούστου συμμετείχε υπό την αρχηγία του Γενναίου Κολοκοτρώνη στις μάχες της Βαμβακούς, στα Βέρροια, του Βασαρά και της Βαρβίτσας, ορεινά χωριά της Λακωνίας, πολεμώντας τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Το επόμενο έτος, κατά τη διάρκεια των εργασιών της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Ερμιόνης (18 Ιανουαρίου – 17 Μαρτίου 1827), ανέλαβε μετά από πρόταση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, φρούραρχος της Συνέλευσης, επικεφαλής ομάδας 45 ενόπλων με καθήκον την εξασφάλιση της ευταξίας.
Αμέσως μετά εκστράτευσε ενταγμένος, ως μπουλουκτσής, στο σώμα του Γενναίου Κολοκοτρώνη, μαζί με τον αδελφό του, με άλλα πελοποννησιακά σώματα (υπό τους Νικηταρά, Χρύσανθο Σισίνη, Πετμεζαίους, Γιώργο Λεχουρίτη κ.ά.) στην Αττική και εντάχθηκε στο στράτευμα του αρχιστράτηγου Γιώργου Καραϊσκάκη, που τότε συγκρουόταν με τις δυνάμεις του βαλή της Ρούμελης Μεχμέτ Ρεσίτ Κιουταχή Πασά για τον έλεγχο ευρύτερης περιοχής και για να διατηρήσει ελεύθερη την Ακρόπολη των Αθηνών.
Σκοτώθηκε στη φονική μάχη στα Ταμπούρια, περιοχή ανάμεσα στο Κερατσίνι και τον Πειραιά: «Την Εױ της προ του τότε Πάσχα Μεγάλη Εβδομάδα εφονεύθησαν οι υπό τον Γενναίον οπλαρχηγόν, ο εξ Ερμιόνης Ιωάννης Μήτσας και ο εκ Στεμνίτσης Μηλιώνης, εις τα μεταξύ Πειραιώς και Κερατσινίου Ταμπούρια του Μπιν-Βασίρι, επιπεσόντες νυκτός να κυριεύσουν και κυριεύσαντες το μεγαλύτερον».
Η μάχη στα Ταμπούρια.
Οι μάχες που δόθηκαν ήσαν φονικότατες.
Οι Τούρκοι του Κιουταχή και οι Έλληνες του Καραϊσκάκη πολεμούσαν με λύσσα και πολλές φορές πιάνονταν στα χέρια.
Στις 18 Μαρτίου γράφτηκε η τελευταία πράξη της ζωής του Γιάννη Μήτσα. Κατά τη διάρκεια νυχτερινής αντεπίθεσης των Ελλήνων για να ανακαταλάβουν τις θέσεις τους, αφού πολέμησαν σώμα με σώμα, έπεσε νεκρός κάτω από το ταμπούρι του.
Βρισκόταν στο συγκρότημα Ταμπουρίων του Μπιν-Βασίρι ανάμεσα στο Κερατσίνι και τον Πειραιά.
Έτσι σφράγισε με τη συγκλονιστική του θυσία τον αγώνα.
Γύρω από το άψυχο σώμα του ήρωα ακολούθησε ομηρική μάχη.
Οι Τούρκοι επεδίωξαν να το λαφυραγωγήσουν και να το ατιμάσουν. Οι Έλληνες, ωστόσο, κατόρθωσαν να διασώσουν τον νεκρό και τα όπλα του.
Ο αδελφός του Σταμάτης, όταν πληροφορήθηκε το θλιβερό γεγονός, κατέφτασε σιωπηλός, για να παραλάβει το άψυχο κορμί.
Με δυσκολία έκρυβε την ταραχή και τον μεγάλο του πόνο.
Μόλις το αντίκρισε, ασκεπής σταυροκοπήθηκε και αγκάλιασε τον νεκρό.
Ύστερα ευλαβικά τον τοποθέτησε σε ασφαλές μέρος μακριά από το πεδίο της μάχης, τον ασπάσθηκε με σεβασμό, σκούπισε τα δάκρυα απ’ τα μάτια του με τα δυο του χέρια και την άκρη της φουστανέλας, σταυροκοπήθηκε ξανά και έφυγε τρέχοντας για τη μάχη, που δεν είχε ακόμα τελειώσει!
Ο θάνατός του μνημονεύτηκε από τον ρομαντικό ποιητή Αχιλλέα Παράσχο, στο ποίημά του «Οι νεκροί του Φαλήρου».
Εντάχθηκε μετά θάνατο, από την Επιτροπή Εκδουλεύσεων στην Ε’ τάξη των αξιωματικών.
Σε ένδειξη αναγνώρισης των υπηρεσιών του στην κόρη του Θεοδώρα, μετά τον γάμο της με τον Ερμιονίτη Δημήτριο Νικολάου, διατελέσαντα Δήμαρχο Ερμιόνης, παραχωρήθηκε, με δωρεά, (Β.Δ. 25/3/1842 – Φ.Ε.Κ. 7 «περί ορφανών του αγώνος»), καλλιεργήσιμη γη από τις διαθέσιμες «εθνικές γαίες» κατ’ εκτίμηση αξίας 2.500 δραχμών.
Ο Γιάννης Μήτζας υπήρξε ένας παραδοσιακός ένοπλος της περιόδου του Αγώνα, από τους σημαντικούς ενόπλους της επαρχίας Ερμιονίδας, με αξιοσημείωτη δράση στις επιχειρήσεις της περιόδου, ως μπουλουκτσής (επικεφαλής ενόπλων) ενταγμένος στα σώματα μειζόνων οπλαρχηγών, και συγκεκριμένα ως στρατιωτικός συνεργατης της οικογένειας Κολοκοτρώνη.
(Φωτο: Προσωπογραφία του Γιάννη Μήτσα ή Μήτζα, έργο του Ευσταθίου Μ. Μπούκα (1870-1960).
Δημοτική Κοινότητα Ερμιόνης.
πηγη: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (FACEBOOK)