· 

ΚΡΕΒΒΑΤΙ Ή ΚΡΕΒΑΤΙ;

ΚΡΕΒΒΑΤΙ Ή ΚΡΕΒΑΤΙ;
Προσφάτως <<έπεσα>> σε μία φιλολογική σελίδα, η οποία ενημέρωνε τους αναγνώστες τής, πως το κρεββάτι θα πρέπει να το γράφουμε με ένα -β-, διότι είναι δάνεια λέξη από τα λατινικά. Προέρχεται, έγραφε, από το λατινικό λήμμα <<grabatus>> και δάνεισε στην ελληνική (-μαμά της), την λέξη <<κράββατος>>, υποκοριστικώς κραββάτιον. Συνεχίζει λέγοντας, πως εφόσον η νεοελληνική γραμματική αναφέρει, πως οποιαδήποτε λέξη εισάγεται από ξένες γλώσσες, υπόκειται στον κανόνα της απλοποιήσεως, οφείλουμε να (αν)ορθογραφούμε!
Η λέξις <<ΚΡΕΒΒΑΤΙ-ΚΡΑΒΒΑΤΟΣ>> δεν είναι λατινικής προελεύσεως, ακόμα κι αν (όπως συνηθίζουμε) βαπτίσουμε λατινικά, την ελληνική γλώσσα και το αλφάβητo, τα οποία δόθηκαν στους Λατίνους για να μπορέσουν να εκφραστούν!
Προέρχεται από τα <<κρεμῶ + βάσις>> και είναι παιδί της μακεδονικής διαλέκτου (<<παρὰ το κρεμᾶν τὰς βάσεις>>, ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ). Τουτ’έστιν είναι λέξη άκρως ελληνική.
Οι Λατίνοι λοιπόν, δεν μπορούσαν να προφέρουν αυτούς τους ελαφρείς φθόγγους και είπαν το κρεβάτι <<glabatus>> ή δια της συνήθους εναλλαγής των υγρών <<grabatus>>. Την δανείστηκαν λοιπόν αυτήν την λέξη, για να δώσουν μια ονομασία σ’ αυτό το πρόχειρο έπιπλο, στο οποίο ξάπλωναν. Έτσι ο κράββατος πήρε την σημασία της προχείρου κλίνης, εκείνης χωρίς διακοσμητικά και πολυτέλειες, που χρησιμοποιούσαν στις εκστρατείες τους για τους τραυματίες, αλλά και για να κοιμούνται οι στρατιώτες (αυτό που αποκαλούμε σήμερα <<ράντζο>>). Από αυτό και το ρώσικο Кровать.
Άλλες συνήθεις ελληνικές λέξεις για το <<κρεββάτι>> ήταν :
ΚΛΙΝΗ: γιατί εκεί έκλιναν για να ξεκουραστούν, εκ του κλίνω ( =γέρνω).
ΕΥΝΗ: το νυφικό κρεββάτι, εκ του εὖ ( =καλώς) + νέω ( =υφαίνω), στρωμένο δηλαδή με καλοϋφασμένα στρωσίδια, όπως αρμόζει στα γαμήλια κρεββάτια. Εξ ου και ο ευνούχος (εὐνή + ἔχω), ο άνδρας που δεν παίρνει πρωτοβουλίες, εν ολίγοις, ο όμηρος της ευνής του.
ΣΤΙΒΑΣ: στιβάδα από άχυρα, φύλλα ή άλλα φυσικά υλικά, ένα σκέτο στρώμα δηλαδή. Ετυμολογείται εκ του στείβω ( = πατώ με πίεση).
ΧΑΜΕΥΝΗ: μικρό στρώμα που τίθεται καταγής, εκ των <<χαμαί +εὐνή>>.
ΛΕΧΟΣ/ΛΕΚΤΡΟΝ/ΛΕΚΤΙΣ: ετυμολογείται από το <<λέγω>>, το οποίο έχει πολλές σημασίες εκτός της συνήθους <<ομιλώ>>. Εκτός όλων των άλλων λοιπόν, σημαίνει και κείμαι, είμαι ξαπλωμένος, εξ ου και λέχομαι ( = πλαγιάζω και κοιμάμαι), λεχώνα (η γυναίκα που μόλις γέννησε κι έχει ανάγκη να πλαγιάσει) κλπ.
Απ’το <<λέγω>> προέρχεται και η βρεφική κούνια-καλάθι, το ΛΙΚΝΟΝ δηλαδή!
Απ’το λέχος και τα : (λατινικά) lectus , (γαλλικά) lit, (ιταλικά) letto, (ισπανικά) lecho ή και cama από το <<κείμαι>>, (γερμανικά) Lager, (αγγλικά) litter, (ουκρανικά) ліжко, (σλοβάκικα) lôžko κ.ά.
ΧΑΛΑΝΔΡΟΣ: εκ του ρήματος <<χαλάω ( =χαλαρώνω)>> και του ονόματος <<ανήρ>>.
ΚΟΙΤΗ/ΚΟΙΤΟΣ: εκ του κείμαι- κοιτάζω ( =πλαγιάζω). Προσοχή! Άλλο κοιτάζω κι άλλο κυττάζω ( =βλέπω).
ΠΑΣΤΑΣ: εκ του ρήματος πάσσω ( =κυριολεκτικώς: πασπαλίζω, μεταφορικώς: διακοσμώ). Η διακοσμημένη κλίνη δηλαδή.
ΔΕΜΝΙΑ: κυριολεκτικώς τα στρωσίδια του κρεββατιού και συνεκδοχικά το κρεββάτι [ > δέω, δέμω ( =χτίζω,κατασκευάζω, οικοδομώ)]
ΑΣΚΑΝΤΗΣ: το πρόχειρο και ευτελές κρεββάτι [ > ἀκάντης > στερ. ἀ +κάννη ( = πλέγμα από καλάμια, ψάθα), το μη έχων ούτε κάννην ( ούτε σανίδες που λέμε σήμερα)]
Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τα βιβλία <<ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ, εκδ. 1499>>, Ζ. ΚΑΛΛΕΡΓΟΥ, <<Ο ΕΝ ΤΗΙ ΛΕΞΕΙ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, << ΕΛΛΗΝ ΛΟΓΟΣ, Α. ΤΖΙΡΟΠΟΥΛΟΥ>>, <<ΛΕΞΙΚΟ LIDDELL- SCOTT>>, <<DWDS. DE>>.
πηγη: Ετυμο-λογική